Σαβ, 20 Απρ 2024
Αρχική  > Νομαρχίες  > Νομαρχία Πειραιά

Στον εισαγγελέα, «μαϊμού» δικαιούχοι επιδόματος τυφλότητας από τη Νομαρχία Πειραιά

1/2/2010
Δεκαεννέα (19) περιπτώσεις ατόμων που ελάμβαναν παρανόμως επίδομα τυφλότητας, καθώς έφεραν πλαστογραφημένα δελτία απογραφής τυφλών (εκδίδονται από δημόσια νοσοκομεία), ανακάλυψε και παρέπεμψε στη δικαιοσύνη η Νομαρχία Πειραιά.

Συγκεκριμένα όλα ξεκίνησαν, όταν η Διεύθυνση Κοινωνικής Αλληλεγγύης της Νομαρχίας Πειραιά έγινε αποδέκτης καταγγελίας, σύμφωνα με την οποία ένα άτομο δικαιούχος επιδόματος τυφλότητας ελάμβανε παράνομα το συγκεκριμένο επίδομα.

Μετά από αλληλογραφία της Διεύθυνσης Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τη διοίκηση του Τζανείου Νοσοκομείου Πειραιά από όπου και φέρεται ότι είχε εκδοθεί το Δελτίο Απογραφής Τυφλού, διασταυρώθηκε ότι η υπογραφή του Διοικητικού Διευθυντή ήταν πλαστογραφημένη, ενώ αναφερόταν σε αυτό και όνομα ιατρού που είχε συνταξιοδοτηθεί προ τετραετίας.

Άμεσα η Νομαρχία Πειραιά παρέπεμψε την υπόθεση στη δικαιοσύνη, διέκοψε την καταβολή του επιδόματος, ενώ τα στελέχη της Διεύθυνσης Κοινωνικής Αλληλεγγύης άρχισαν κατόπιν εντολής του Νομάρχη Πειραιά Γιάννη Μίχα να διερευνούν όλους τους φακέλους του προγράμματος τυφλότητας που είχαν Δελτία Απογραφής Τυφλού από το εν λόγω νοσοκομείο.

Τα αποτελέσματα της έρευνας της Νομαρχίας υπήρξαν συγκλονιστικά, αφού εντοπίστηκαν με ανάλογη πλαστότητα στα Δελτία Απογραφής τους, άλλοι δεκατέσσερις (14) δικαιούχοι. Αμέσως τα επιδόματα των συγκεκριμένων ατόμων τέθηκαν προσωρινά σε αναστολή και ζητήθηκε για τη διαπίστωση της αναπηρίας τους να γίνει επανεξέταση από άλλα Κρατικά Νοσοκομεία, εκτός του Τζανείου.

Από τους δεκατέσσερις (14) δικαιούχους νέα Δελτία Απογραφής Τυφλών προσκόμισαν μόνον οι επτά (7), τα οποία μετά από διασταύρωση των αναγραφέντων στοιχείων τους με τα νοσοκομεία από τα οποία φέρεται ότι εκδόθηκαν, όπως ήταν το Ασκληπιείο Βούλας, ο Ευαγγελισμός, το Γ. Γεννηματάς, το Θριάσιο, διαπιστώθηκε ότι ήταν όλα και πάλι πλαστά (!), φέροντας κατά περίπτωση παραποιημένες σφραγίδες, ονόματα και υπογραφές ιατρών. Η αντίδραση της Νομαρχίας Πειραιά υπήρξε ακαριαία. Αμέσως η υπόθεση παραπέμφθηκε στη Δικαιοσύνη, έγινε διακοπή των επιδομάτων και των δεκατεσσάρων (14) δικαιούχων και καταλογισμός των ποσών που είχαν εισπραχθεί ως αχρεωστήτως καταβληθέντα.

Η υπόθεση όμως έχει και συνέχεια. Από την έρευνα των υπαλλήλων της Διεύθυνσης Κοινωνικής Αλληλεγγύης και σε συνεργασία με τις διοικήσεις των νοσοκομείων προέκυψαν άλλες πέντε (5) περιπτώσεις δικαιούχων επιδόματος τυφλότητας που έφεραν πλαστά Δελτία Απογραφής Τυφλού, για τα οποία ενημερώθηκε εκ νέου η Δικαιοσύνη, διεκόπη η παροχή του επιδόματος και έγινε καταλογισμός του αχρεωστήτως ποσού που προέκυψε.

Το συνολικό ποσό που θα πρέπει τα παραπάνω άτομα να επιστρέψουν ανέρχεται στα 36.941,80 € και ήδη έξι από αυτούς έχουν επιστρέψει ποσό ύψους 10.284,00 €.

Η απίστευτη αυτή ιστορία, αν και ενδεικτική, δεν είναι η μόνη που έχει απασχολήσει τη Νομαρχία Πειραιά στα χρόνια που η σημερινή αρχή έχει την ευθύνη διοίκησής της.

Ειδικότερα, λαμβάνοντας υπόψη καταγγελίες πολιτών σχετικά με τη λειτουργία των υγειονομικών επιτροπών, των οποίων τα μέλη σημειωτέον δεν ορίζονται από τη Νομαρχία, αλλά από την Περιφέρεια Αττικής, ο Νομάρχης Πειραιά ζήτησε την παραπομπή και επανεξέτασή αποφάσεων της πρωτοβάθμιας επιτροπής σε βάθος πενταετίας από τη δευτεροβάθμια.

Το αποτέλεσμα αυτής της απόφασης δικαίωσε πλήρως τη Νομαρχία, αφού πάνω από τις μισές αποφάσεις της πρωτοβάθμιας επιτροπής, - 1.254 στις 2.148 που αντιστοιχεί σε ποσοστό περίπου 58,4 % -, έχουν μέχρι σήμερα απορριφθεί, είτε γιατί οι δικαιούχοι δεν έλαβαν ποσοστό αναπηρίας άνω του 67 %, είτε γιατί δεν παρουσιάστηκαν καν στη δευτεροβάθμια επιτροπή για επανεξέταση.

Ακόμη και πέραν των ανωτέρω, μέσα από τις τακτικές αναθεωρήσεις και από τον διαρκή έλεγχο των επιδομάτων, που διενεργείται από τη Διεύθυνση Κοινωνικής Αλληλεγγύης αλλά και από το Σώμα Επιθεωρητών του Υπουργείου Υγείας έχουν εντοπιστεί μέχρι σήμερα 517 συνολικά περιπτώσεις πολιτών που παρανόμως ελάμβαναν προνοιακό επίδομα. Το σύνολο των καταλογισθέντων ποσών, των ποσών δηλαδή που πρέπει να επιστραφούν στο Κράτος εκτιμήθηκε στα 980.000 περίπου €, και ήδη μέρος του ποσού έχει επιστραφεί από τους οφειλέτες και για τις υπόλοιπες περιπτώσεις έχουν ενημερωθεί οι αρμόδιες ΔΟΥ για είσπραξη.

Για όλες τις παραπάνω υποθέσεις ο Νομάρχης Πειραιά Γιάννης Μίχας ενημέρωσε εγγράφως τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης κ. Λέανδρο Ρακιντζή, προκειμένου να παρέμβει εφόσον κρίνει ότι υπάρχει εμπλοκή δημοσίων λειτουργών, ενώ έχει ενημερώσει διεξοδικά τον πρώην και την νυν Υπουργό Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης αλλά και τον νέο Περιφερειάρχη Αττικής, καταθέτοντας παράλληλα δέσμη προτάσεων με στόχο την εξάλειψη αυτών των φαινομένων και την αναμόρφωση του θεσμού.

Σε δηλώσεις του ο Νομάρχης Πειραιά Γιάννης Μίχας επεσήμανε ότι «Δυστυχώς ένας θεσμός που δημιουργήθηκε πριν από δεκαετίες, με γνώμονα την ενίσχυση των ανήμπορων συμπολιτών μας, τη στήριξη των ευαίσθητων κοινωνικά ομάδων, θεσμικά ανοχύρωτος και ευάλωτος, αποτελεί αποδεδειγμένα εστία από την οποία γεννιούνται συνεχώς φαινόμενα πελατειακών εξαρτήσεων, εκτεταμένης σήψης και διαφθοράς. Από τη μεριά μας, όπου υπήρξε ζήτημα, όπου υπήρξε υπόνοια, υπήρξε άμεση παρέμβαση και τολμώ να πω ότι ποτέ μέχρι σήμερα δεν έχει αναληφθεί τέτοια εξυγιαντική προσπάθεια, σε τέτοια έκταση, σε τέτοιο βάθος, με τόση αποφασιστικότητα, γεγονός που αποδεικνύει ότι είμαστε αποφασισμένοι να χτυπήσουμε οτιδήποτε πληγώνει τη δημόσια διοίκηση. Το ερώτημα όμως που τίθεται επιτακτικά μετά από όλα αυτά είναι εάν αρκούν οι παραπομπές στη δικαιοσύνη για να λυθεί το πρόβλημα. Η απάντησή μας είναι κατηγορηματική: Όχι. Και αυτό γιατί η επιβεβλημένη παραπομπή των υποθέσεων στη δικαιοσύνη δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεραπεύσει τα οργανωτικά και νομοθετικά κενά, που επιτρέπουν την εκτροφή των φαινομένων διαφθοράς και αδιαφάνειας που κατ’ επανάληψη εντοπίζονται» και προσέθεσε «Για τον λόγο αυτό άποψή μας είναι ότι το Κράτος πρέπει να αναλάβει νομοθετικές πρωτοβουλίες, και ελπίζω ότι η σημερινή Κυβέρνηση θα το κάνει, προκειμένου να διασφαλίσει το ακέραιο της διαδικασίας, να προστατεύσει το δημόσιο χρήμα, να θωρακίσει το κύρος της ιατρικής επιστημονικής κοινότητας, και κυρίως να προασπίσει και να στηρίξει τους πράγματι έχοντες ανάγκη συμπολίτες μας. Γιατί το Προνοιακό Επίδομα που χορηγείται σήμερα, θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο, εάν το έπαιρναν μόνο αυτοί που το δικαιούνται και όχι όλοι όσοι το λυμαίνονται».