Πεμ, 04 Ιουλ 2024
Αρχική  > Κοινωνία - Πολιτισμός - Περιβάλλον

« Εἰς τὰ ὅπλα λοιπόν, φίλοι, ἡ Πατρὶς μᾶς προσκαλεῖ»

22/2/2021

« Εἰς τὰ ὅπλα λοιπόν, φίλοι, ἡ Πατρὶς μᾶς προσκαλεῖ»

200 χρόνια από το ξεκίνημα της Επανάστασης από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη

Περί τα μέσα Φεβρουαρίου του 1821, ένας Έλληνας αριστοκρατικής καταγωγής, υψηλόβαθμος αξιωματικός του ρωσικού στρατού, ήρωας των Ναπολεόντειων πολέμων —όπου είχε χάσει σε μάχη το δεξί του χέρι— και έμπιστος του Τσάρου Αλεξάνδρου Α΄, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, λαμβάνει ορισμένες επιστολές, ενώ βρισκόταν στο Κισινόφ (σημερινό Κισινάου), πρωτεύουσα της ιστορικής περιοχής της  Βεσσαραβίας, τότε ρωσική κτήση, που σήμερα ανήκει στη Μολδαβία. Ο Υψηλάντης, ήδη από τον Απρίλιο του 1820 αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας, της μυστικής οργάνωσης που προετοίμαζε τον ξεσηκωμό κατά του οθωμανικού ζυγού, έχοντας λάβει τον τίτλο του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής, είχε επιδοθεί με ζήλο στην οργάνωση του Αγώνα, το ξεκίνημα του οποίου φαινόταν άμεσο, και ήδη γίνονταν συσκέψεις και διεργασίες ανάμεσα σε προκρίτους, Φιλικούς και οπλαρχηγούς.

 Τη 18η Φεβρουαρίου, με μια επιστολή του προς τα εξέχοντα μέλη της Εταιρείας, ο Υψηλάντης ανήγγειλε ουσιαστικά την έναρξη της Επανάστασης: «τὸ Πρᾶγμα δὲν ἐπιδέχεται πλέον τὴν παραμικρὰν ἀργοπορίαν· διὸ καὶ ἡ κίνησις ἡμῶν ἄφευκτος». Τέσσερεις ημέρες αργότερα, στις 22 του μήνα, διασχίζει με μικρή συνοδεία τον ποταμό Προύθο, το σύνορο μεταξύ της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και των Παραδουνάβιων ηγεμονιών της Μολδαβίας και Βλαχίας, και φτάνει στο Ιάσιο, στη σημερινή Ρουμανία, υψώνοντας τη σημαία της Επανάστασης. Δύο ημέρες αργότερα, εκδίδει την προκήρυξη του Αγώνα, με τον τίτλο «Μάχου ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος», ένα μανιφέστο και κάλεσμα για ένοπλο αγώνα, που κατέληγε με την παρότρυνση και κέλευσμα συνάμα:  « Εἰς τὰ ὅπλα λοιπόν, φίλοι, ἡ Πατρὶς μᾶς προσκαλεῖ». Τι μπορεί να τον οδήγησε στη συγκεκριμένη απόφαση, εκείνη τη χρονική στιγμή;

Η χρονική συγκυρία φαινόταν κατ’ αρχάς ευνοϊκή λόγω της ανταρσίας του Αλή πασά Τεπελενλή, του απηνούς διοικητή των Ιωαννίνων, εναντίον του Σουλτάνου, που  κρατούσε απασχολημένο σημαντικό τμήμα των οθωμανικών στρατευμάτων. Επιπλέον, η επιλογή των Παραδουνάβιων ηγεμονιών της Μολδαβίας και Βλαχίας, κοινώς γνωστών ως Μολδοβλαχίας, φαινόταν πως είχε πλεονεκτήματα. Οι περιοχές αυτές, που σήμερα ανήκουν στη Μολδαβία και τη Ρουμανία αντίστοιχα, βρίσκονταν μεν υπό την επικυριαρχία των Οθωμανών, διατηρούσαν όμως εσωτερική αυτονομία και δεν επιτρεπόταν η εκεί παραμονή τουρκικών στρατευμάτων, με εξαίρεση ορισμένες μικρές φρουρές. Επιπλέον, από τις αρχές του 18ου αιώνα, οι ηγεμόνες τους ήταν Έλληνες, από την επιφανή ομάδα των Φαναριωτών, συμβάλλοντας στη διάδοση και παρουσία του ελληνισμού στις περιοχές αυτές, και στον εν μέρει εξελληνισμό των ανωτέρων κοινωνικών στρωμάτων. Τέλος, φαινόταν ότι δεν υπήρχαν περιθώρια για περαιτέρω αναβολή της Επανάστασης, καθώς υπήρχαν διάχυτες φήμες ότι τα σχέδια για τον Αγώνα είχαν διαρρεύσει και είχαν φτάσει έως και την Υψηλή Πύλη στην Κωνσταντινούπολη. Όπως έγραφε και ο Υψηλάντης, ο Αγώνας ήταν πλέον ἄφευκτος, αναπόφευκτος.

       Από το Ιάσιο, ο Υψηλάντης, μαζί με τον στρατό του που αποτελείτο απόπερίπου 2.000 εθελοντέςπου συνέρρευσαν εκεί, βάδισε στις αρχές Μαρτίου προς τη Βλαχία, διασχίζοντας τη Μολδαβία, και προς τα τέλη του μήνα έφτασε έξω από το Βουκουρέστι. Οι οιωνοί για την Επανάσταση εφάνησαν κατ’ αρχάς θετικοί: την ίδια περίοδο  εξεγερμένοι Ρουμάνοι ήταν συσπειρωμένοι γύρω από τον Τούντορ Βλαντιμιρέσκου, ο οποίος, εκφράζοντας την απαρχή του ρουμανικού εθνικού φρονήματος, είχε στραφεί κατά της φαναριώτικης ηγεσίας, έχοντας όμως έρθει και σε συνεννόηση με τους Φιλικούς‧ είχε ήδη καταφέρει να καταλάβει το Βουκουρέστι, όταν έφτασε εκεί ο Υψηλάντης.

     Ωστόσο, σύντομα, φάνηκε πως ο ορίζοντας στένευε για τους επαναστατημένους. Η ξένη βοήθεια, που ευαγγελιζόταν ο Υψηλάντης στο μανιφέστο του, υπονοώντας την ομόδοξη Ρωσία, δεν επρόκειτο να έλθει πότε. Το ακριβώς αντίθετο μάλιστα ίσχυσε τελικά. Την ίδια περίοδο, στο Λάυμπαχ, τη σημερινή Λιουμπλιάνα της Σλοβενίας, συνεδρίαζε η Ιερά Συμμαχία, ο συνασπισμός της Πρωσίας, Αυστρίας και Ρωσίας, που αποσκοπούσε στην αποκατάσταση του ηγεμονικού statusquoπου διασαλεύτηκε με τους Ναπολεόντειους πολέμους. Ο Τσάρος, μην μπορώντας ή θέλοντας να πράξει αλλιώς, καταδίκασε την κίνηση του Υψηλάντη, τον διέγραψε από τους καταλόγους των αξιωματικών του και, κάτω από την πίεση του Αυστριακού Μέττερνιχ —που πάντοτε επαγρυπνούσε για την καταστολή οποιασδήποτε εξέγερσης— επέτρεψε τη διέλευση του οθωμανικού στρατού στις ηγεμονίες. Ένα ακόμα κτύπημα στους επαναστατημένους ήρθε με τον αφορισμό του Υψηλάντη και την αποκήρυξη του αγώνα του από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, υπό την απειλή σκληρών αντιποίνων στο ποίμνιό του.

Tην ίδια στιγμή έριδες, αντιζηλίες, διαφωνίες και απειθαρχία—φαινόμενα σχεδόν αναπόφευκτα σε ένα ετερόκλητο εθελοντικό στρατιωτικό σώμα— δυσχέραναν όλο και περισσότερο την κατάσταση στις τάξεις των επαναστατών, ενώ άρχισαν να σημειώνονται λιποταξίες.Η παραπάνω διεθνής αρνητική συγκυρία συντέλεσε δε στη διάσταση ανάμεσα στον Βλαντιμιρέσκου —ο οποίος φαίνεται πως είχε αρχίσει να διαπραγματεύεται με τους Οθωμανούς—και τους ακολούθους του, οδηγώντας εν τέλει στη συνοπτική δίκη και εκτέλεσή του από τους Έλληνες στα  τέλη Μαΐου.

    Στο μεταξύ, 30.000 οθωμανικού στρατού διέσχισαν τον Δούναβη και σάρωναν τη Μολδοβλαχία ήδη από τα τέλη Απριλίου, οδηγώντας τον Υψηλάντη να υποχωρήσει με τον στρατό του προς τα Καρπάθια, οργανώνοντας την άμυνά του. Μετά από μια σειρά γενναίων αλλά άνισων μαχών, η οριστική ήττα των επαναστατημένων θα έλθει στις 19 Ιουνίου στο Δραγατσάνι, με τη θυσία των παρορμητικών μαχητών του Ιερού Λόχου, πουαπαρτιζόταν κυρίως από εθελοντές Έλληνες φοιτητές των παροικιών της Μολδοβλαχίας και της Οδησσού. Οι λίγοι θύλακες της Επανάστασης —με τελευταία τη μάχη στη Μονή Σέκκου στη Μολδαβία όπου ο Γιωργάκης Ολύμπιος ανατινάχθηκε μαζί με τους συμπολεμιστές του για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων— είχαν καταπνιγεί έως τον Σεπτέμβριο.

   Ο  Υψηλάντης, μαζί με τον υπασπιστή του Γεώργιο Λασσάνη και μερικούς στρατιώτες, διέφυγε στην Αυστρία, όπου παρέμεινε φυλακισμένος για τα επόμενα έξι έτη. Καταρρακωμένος, με την υγεία του εξαιρετικά κλονισμένη, ευρισκόμενος σε κατάσταση απόλυτης ένδειας, θα πεθάνει στη Βιέννη στις 31 Ιανουαρίου 1828, σε ηλικία 35 χρόνων, ευτυχής ωστόσο, αφού είχε μόλις πληροφορηθεί την εκλογή του Ιωάννη Καποδίστρια ως Κυβερνήτη της Ελλάδας.

     Η καρδιά του φυλάσσεται σήμερα στον ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών του Αμαλίειου Ορφανοτροφείου, ενώ τα οστά του μεταφέρθηκαν από τη Βιέννη τελικά το 1964 και ενταποτέθηκαν στο ταφικό μνημείο, έργο του γλύπτη Λεωνίδα Δρόση, που βρίσκεται μπροστά από τον ναό των Ταξιαρχών στο Πεδίον του Άρεως.


     Εάν βρεθείτε στο ταλαιπωρημένο Πεδίον του Άρεως, κάντε μια στάση μπροστά στο ταφικό μνημείο του ανιδιοτελούς αγωνιστή, που πρόθυμα θυσίασε την υψηλή του θέση και μια ζωή προνομιών για τον σκοπό της απελευθέρωσης των Ελλήνων. Και, μετά κοιτάξετε απέναντι, την ψηλή μαρμάρινη στήλη που στεφανώνει ένα κορινθιακό κράνος, που έχει στηθεί προς τιμήν των πεσόντων Ιερολοχιτών, που ύμνησε στο ποίημα του «Εἰς τὸν Ἱερὸν Λόχον» με στίχους λυρικής μεγαλοσύνης ο Ανδρέας Κάλβος:           

 

Ἂς μὴ βρέξῃ ποτὲ
τὸ σύννεφον, καὶ ὁ ἄνεμος
σκληρὸς ἂς μὴ σκορπίσῃ
τὸ χῶμα τὸ μακάριον
῾ποὺ σᾶς σκεπάζει.

Νικόλαος Αντ. Χαροκόπος, Δρ.Φ.

Αρχαιολόγος,

Ερευνητής Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Σημείωση: Αντί εκτενούς βιβλιογραφίας, θα ήθελα να αναφέρω εδώ μια πρόσφατη έκδοση, που βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών, την Επιστροφή. Αγωνιστές του Α. Υψηλάντη στον δρόμο για την Ελλάδα, 1822/1823, του Γεώργιου Ι. Γκέκου (Αθήνα 2019, εκδόσεις Καπόν), όπου, μέσα από αρχειακή έρευνα, αναδεικνύεται η δραματική πορεία των λίγων στρατιωτών του Υψηλάντη που διέφυγαν στην Ευρώπη, σε μια αγωνιώδη προσπάθεια επιστροφής στην πατρίδα τους, ώστε να συνεχίσουν εκεί τον αγώνα τους.