Δευ, 01 Ιουλ 2024
Αρχική  > Το βήμα του Αιρετού

Θεόδωρος Νικολάου, δημοσιογράφος, συνεργάτης της e-αυτοδιοίκησης

4/1/2011
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ως πολίτης ενός κράτους που εντάσσεται στη Ευρώπη των λαών, της ελευθερίας και της ισότητας, η πρόσφατη απέλαση πολιτών ΡΟΜΑ από την Γαλλία αποτέλεσε έκπληξη.

Και αυτό γιατί προήλθε από μια χώρα που αποτελεί εκ των ιδρυτών της ευρωπαϊκής κοινότητας, άξιο πρεσβευτή των αρχών της ισονομίας, της ελευθερίας και της ισότητας .Η απέλαση αυτή, η οποία έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια του έτους κατά της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού στην Ευρώπη, έρχεται να συμπληρώσει τους διωγμούς που κατήγγειλαν οι ΡΟΜΑ ότι υπέστησαν από τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης , με πρώτη τη Ρουμανία από τη στιγμή δε, που έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2007.

Είναι ωστόσο παρήγορο ότι τις τελευταίες μέρες τα αντανακλαστικά των Βρυξελλών έχουν αποκτήσει ιδιαίτερη ευαισθησία όσον αφορά το συγκεκριμένο γεγονός. Με συγκεκριμένες παρεμβάσεις προς τη γαλλική κυβέρνηση η Ε.Ε ενδυναμώνει την άποψη ότι είναι πάνω από όλα μια ένωση λαών –ανθρώπων-πολιτισμών και όχι μια ένωση που στηρίζεται αποκλειστικά σε εμπορικές και οικονομικές σχέσεις εξοστρακίζοντας τον παράγοντα άνθρωπος.

Ως κάτοικος δήμου του λεκανοπεδίου Αττικής στον οποίο διαμένουν εδώ και τρεις δεκαετίες ΡΟΜΑ βιώνω καθημερινά, από την εποχή των παιδικών χρόνων, την εξέλιξη αυτής της διαιωνιζόμενης κοινωνικής αδικίας , που εδράζεται στον φόβο, την άγνοια και την προκατάληψη.

Δεν αρνούμαι και καταθέτω ότι διήνυσα για μεγάλο χρονικό διάστημα τη πεδιάδα της άρνησης απέναντι στην κοινωνική ομάδα των ΡΟΜΑ . Από τα παιδικά μου χρόνια βίωσα την απόλυτη άρνηση προσέγγισης. Η έννοια του τσιγγάνου ήταν στα μάτια μου συνδεδεμένη με τον «γύφτο», τον βρώμικο, τον κλέφτη, τον ζητιάνο, τον άνθρωπο που ζούσε σε βάρος της υπόλοιπης κοινωνίας. Έτσι έζησα κι εγώ και σε αυτό συνετέλεσε το γεγονός ότι έμενα σε ένα τμήμα του προαστίου όπου δεν κατοικούσε ούτε ένας τσιγγάνος.

Όπως κάθε γνωστός, γείτονας, φίλος, συμμαθητής διώχναμε από κοντά μας κάθε παιδί , ενήλικο ή γυναίκα που προερχόταν από αυτή την κοινωνική ομάδα.

Θυμάμαι ακόμα από το δημοτικό σχολείο ένα περιστατικό , όταν ήρθε ένα παιδί τσιγγανόπουλο – ο Νεκτάριος- για να μάθει γράμματα. Θυμάμαι ακόμα την αντίδραση που είχαμε τα υπόλοιπα παιδιά που δεν θέλαμε να κάνουμε παρέα μαζί του ενώ πολλές φορές τον κοροϊδεύαμε και τον χλευάζαμε γιατί δεν είχε καθαρά ρούχα και δεν ήξερε να διαβάζει όπως τα υπόλοιπα παιδιά.

Αυτό το παιδί δεν κατάφερε να τελειώσει το δημοτικό γιατί πολύ απλά δεν ήθελε να τελειώσει , μην αντέχοντας το χλευασμό και την απομόνωση. Και γι αυτό ακόμα το θυμάμαι και λυπάμαι στο βαθμό που κι εγώ , έστω και ως παιδί, τον χλεύασα ή τον ειρωνεύτηκα.

Εν συνεχεία, όντας έφηβος , συμμετείχα στον αθλητικό σύλλογο της περιοχής μου στο τμήμα καλαθοσφαίρισης όπου μια μέρα ήρθε ο Αλέξανδρος. Ένας τσιγγάνος ο οποίος ήθελε να συμμετάσχει και αυτός. Ακόμα θυμάμαι τις αντιδράσεις όλων μας οι οποίοι μέχρι και να σταματήσουμε το άθλημα απειλήσαμε τον προπονητή μας. Κι εκεί ήταν που πήρα το πρώτο μάθημα ενάντια στον κοινωνικό αποκλεισμό.

Ο προπονητής μας προς τιμήν του όχι μόνο δεν τον έδιωξε ή τον απέκλεισε , αλλά τον ενσωμάτωσε στην ομάδα, χωρίς διακρίσεις ή ευνοϊκή συμπεριφορά. Με τον καιρό και μέσα από την κοινή προσπάθεια για βελτίωση των καλαθοσφαιρικών ικανοτήτων μας γνωριστήκαμε, συνεργαστήκαμε και ποτέ δεν πέρασε ξανά από το μυαλό κανενός το γεγονός ότι ήταν ένας τσιγγάνος.

Δεν θα ξεχάσω ότι σε μια αναμέτρηση, οι αντίπαλοι τον προσέβαλαν για την καταγωγή του .Πρώτος εγώ μαζί με τους παίκτες που εκείνη τη στιγμή ήμασταν στο παρκέ, ζητήσαμε το λόγο, παρασυρόμενοι από την νεανική παρόρμηση , την ένταση του παιχνιδιού αλλά και από την βασική αρχή της ομαδικότητας που ήθελε όποιον πειράζει έναν από την ομάδα , να τα βάζει με όλους μας.

Αποτέλεσμα; Δεν διστάζω να πω ότι το συγκεκριμένο παιδί ήταν ένας άξιος συναθλητής για όλα τα χρόνια με τα οποία ασχολήθηκε ,ήταν ιδιαίτερα ικανός, ακολουθούσε πιστά όλα τα συστήματα της ομάδας, ενώ σημείωνε και πολλούς πόντους!

Για την ιστορία αναφέρω ότι με τον Αλέξανδρο στη σύνθεσή μας, καταφέραμε να φτάσουμε στα τελικά πανελληνίου πρωταθλήματος στην κατηγορία παίδων το 1992….

Σήμερα ο Αλέξανδρος έχει τη δική του οικογένεια, το δικό του σπίτι, τη δική του επιχείρηση πώλησης ειδών ένδυσης κοντά στην περιοχή την οποία μένω . Μετανιώνω μάλιστα που μετά από τόσα χρόνια δεν έχω καταφέρει να τα πούμε.
Αν η ενασχόλησή μου με τον αθλητισμό ήταν η πρώτη εμπειρία μέσα από την οποία διαπίστωσα την αδικία , την προκατάληψη αλλά και την ζημία που επιφέρει ο κοινωνικός αποκλεισμός , η ζωή δεν είχε πει την τελευταία της λέξη.

Ευτύχησα περνώντας τα χρόνια να κάνω οικογένεια. Επέλεξα μαζί με τη σύζυγό μου να ζήσουμε σε μια περιοχή του δήμου όπου μεγάλωσα,το οποίο ήταν γεωμορφικά θελκτικό ενώ παρείχε τις απαραίτητες υποδομές για μια άνετη και αξιοπρεπή συμβίωση. Η αλήθεια είναι ότι ξοδέψαμε αρκετά χρήματα –για τα δεδομένα των οικονομικών δυνατοτήτων μας- με σκοπό τόσο εμείς όσο και τα παιδιά μας να μην στερηθούμε τίποτα.

Και για αυτό το λόγο ήταν που μου προκάλεσε έντονη και δυσάρεστη έκπληξη όταν σηκωθήκαμε ένα πρωί και είδαμε σε μικρή απόσταση από το σπίτι μας , να είναι στημένη πρόχειρα μια παράγκα σε ένα οικόπεδο και γύρω του να έχουν «στρατοπεδεύσει» 2 οικογένειες τσιγγάνων.

Οι πρώτες μου σκέψεις ήταν ότι ήταν παράνομοι. Όλοι οι πολεοδομικοί νόμοι που γνώριζα, παραβιάζονταν με τον πλέον εμφανή τρόπο καθώς το οικόπεδο ήταν εκτός σχεδίου, στήθηκε μια πρόχειρη τουαλέτα χωρίς νερό, ενώ μια σκάφη αναλάμβανε το ρόλο του πλυσταριού. Η αντίδρασή μου ήταν άμεση όπως και των λοιπών γειτόνων.

Ήθελα να διαπιστώσω με ποιο σκεπτικό έρχονται και «διαταράσσουν» την ηρεμία της περιοχής στην οποία έμενα.

Καθώς έμπαινα από την είσοδο του οικοπέδου, αντίκρισα ένα μικρό παιδί 4 χρονών το πολύ, το οποίο στη θέα μου άρχισε να κλαίει και να φωνάζει. Αμέσως βγήκε μια γυναίκα που με απεγνωσμένο ύφος μου φώναζε «Επιτέλους τι θέλετε ? Να μας σκοτώσετε? Η γη αυτή μας ανήκει. Την αγοράσαμε. Θα μας την πάρετε και αυτή να την δώσετε για πράσινο?»

Προφανώς θα νόμιζε ότι ήμουν ένας από αυτούς που μέρες προσπαθούσαν να τους βγάλουν έξω από την παράγκα τους για να την κατεδαφίσουν.

Εξήγησα ότι κατοικούσα δίπλα και ότι ήθελα αν μη τι άλλο να μιλήσω μαζί τους και να δω γιατί αποφάσισαν αυταρχικά να εγκατασταθούν παράνομα στη γειτονιά μου.

Ξαφνιάστηκα όταν η τσιγγάνα μου είπε με ήπια φωνή «έλα το απόγευμα που θα έρθει ο άντρας μου να τα πούμε».

Το ίδιο απόγευμα επισκέφτηκα ξανά τη παράγκα και όντως ο σύζυγος της τσιγγάνας-της Χρυσοβαλάντης- είχε έρθει. Το όνομα του τσιγγάνου ήταν Λευτέρης και η δουλειά του ήταν αυτό που πολύ απλά λέμε «παλιατζής».Το κατάλαβα γιατί το αυτοκίνητό του ήταν φορτωμένο με άχρηστα σιδερικά, ηλεκτρικά και άλλα αντικείμενα που προορίζονταν για πέταμα.
Αφού τον χαιρέτησα και του είπα ότι θέλω να μιλήσουμε, με κάλεσε να κάτσω μαζί του σε ένα τραπέζι παλιό που περιστοιχιζόταν από καρέκλες χαλασμένες ξύλινες, πρόχειρα επισκευασμένες.

Η οικογένεια του Λευτέρη και της Χρυσοβαλάντης αποτελείται από τρία παιδιά, τον Παναγιώτη(15 ετών), τη Μαρία (12 ετών) και τον Γιάννη ( 9 ετών). Ο Παναγιώτης είχε παντρευτεί τη Γιάννα (15 χρονών) και είχαν ένα νεογέννητο κοριτσάκι.

Τα πρώτα λόγια του Λευτέρη ήταν «είμαστε πολλά χρόνια εδώ, έχουμε αγοράσει γη και από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου μας κυνηγούν. Πότε ο Δήμος, πότε η αστυνομία πάντα κάτι βρίσκει και μας διώχνει».

Η διαδρομή του μέχρι να συναντηθούν οι δρόμοι μας, καταδεικνύει ότι οι πρακτικές που χρησιμοποιούνται και αποκλείουν κοινωνικά ανθρώπους -ζωές-ψυχές παραμένουν οι ίδιες , ανεξάρτητα εποχής και χώρας. Στην ουσία η ιστορία του Λευτέρη δεν έχει διαφορές από αυτή των ΡΟΜΑ που εκδιώχθηκαν από τη Γαλλία.

« Είμαστε πολλά χρόνια εδώ, από μωρό» άρχισε να λέει. « Ο πατέρας μου είχε οικόπεδο εδώ από παλιά, μέχρι που ο Δήμος του το πήρε για να το κάνει πράσινο. Θυμάμαι ότι ήμουν μικρός όταν μας πήγαν σε μια περιοχή που την έλεγαν κάμπινγκ. Εκεί μας είπαν ότι θα μας δώσουν λυόμενο, θέρμανση, νερό. Αλλά τίποτα από αυτά δεν είχαμε. Μόνοι μας ψάχναμε ξύλα, πλαστικά και σίδερα για να φτιάξουμε παράγκες να μείνουμε μέσα. Το χειμώνα γυρνάγαμε ξυπόλητα τα παιδιά και παίζαμε στις λάσπες. Ο πατέρας μου , όταν ερχόταν από τη δουλειά μας έλεγε να προσέχουμε να μην φεύγουμε γιατί στον καταυλισμό είχαμε και τσιγγάνους που πουλούσαν χασίς. Δεν ήθελε να πλησιάζουμε εκεί και μας μάλωνε όποτε μάθαινε ότι δεν τον ακούγαμε.

Μια μέρα ο Δήμος μας είπε ότι θα φύγουμε και από εκεί και όσοι ήταν δημότες θα πήγαιναν σε άλλη περιοχή του Δήμου. Τους άλλους τους έδιωξαν με τη βία ή τους έταξαν 300.000 δραχμές για να φύγουν. Εμάς μας πήγαν σε μια περιοχή με λυόμενα, που μας φάνηκε καλή. Λίγες ημέρες αργότερα, οι αρχές έφραξαν το χώρο γύρω από τον καταυλισμό κάνοντας την περιοχή να θυμίζει περισσότερο στρατόπεδο. Υπάλληλοι του δήμου έκαναν έλεγχο σε όποιον έμπαινε ή έβγαινε στον καταυλισμό. Η κυκλοφορία μετά τις 9 μ.μ. δεν επιτρεπόταν. Τις πρώτες ημέρες δεν άφηναν κανένα να φύγει από τον καταυλισμό. Με τον καιρό είδαμε ότι δεν είχαμε παρά μια βρύση όλοι για να πλενόμαστε, οι λάμπες είχαν χαλάσει και δε βλέπαμε το βράδυ, όταν βγαίναμε έξω τα παιδιά μας μάλωναν οι υπάλληλοι του δήμου . Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα εκεί. Σχολείο δεν πήγα ,
δούλευα από μικρός με τον πατέρα μου. Μεγάλωσα σε παράγκα , δούλευα από το πρωί μέχρι το βράδυ και κατάφερα και παντρεύτηκα .

Έπρεπε να ψάξω να βρω λεφτά για να αγοράσουμε μαζί με τη γυναίκα μου ένα οικόπεδο να ζήσουμε σαν άνθρωποι. Αλλά κανείς δεν μας πούλαγε και μας έδιωχναν.

Μετά βρήκαμε αυτό εδώ το οικόπεδο και με τη βοήθεια των πεθερικών μου μπορέσαμε να το αγοράσουμε . Δεν είχαμε λεφτά να πάρουμε εντός σχεδίου , δάνεια δεν μπορούσαμε να πάρουμε και έπρεπε να ζήσουμε μακριά από τον καταυλισμό με τα παιδιά μου. Νύχτα φτιάξαμε τη παράγκα όπως μπορούσαμε και τώρα έχουμε όλους εσάς που μας κυνηγάτε» .

Ο Λευτέρης εξιστόρησε και άλλα περιστατικά για το πώς σύνδεσε το νερό στη παράγκα του και το ποσό που αναγκάστηκε να «λαδώσει» στο δήμο για να το καταφέρει, κάτι που διαπίστωσα κι εγώ μετά από έρευνα . Είπε για τις υποσχέσεις που έλαβε από το Δήμο ότι θα του δώσουν άλλο οικόπεδο εντός σχεδίου αντί αυτού που έχει , κάτι που ποτέ δεν έγινε. Για τα βράδια που ξαγρύπναγε για να μην έρθουν οι μπουλντόζες το βράδυ ή κλέφτες . Τώρα είναι στο στάδιο που περιμένει ακόμα να πάρει κάποιο δάνειο με ευνοϊκούς όρους που δίδεται στους τσιγγάνους έτσι ώστε να αγοράσει ένα νέο οικόπεδο εντός σχεδίου και να χτίσει όπως κάθε πολίτης.

Όλα τα παραπάνω δημιουργούν την πεποίθηση ότι η φτώχεια έχει πρόσωπο και μετριέται σε όρους ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις αποτελεί το αποτέλεσμα της στέρησης της μη πρόσβασης του ατόμου ή ομάδας στη γνώση, στην εργασία, στην υγεία, στον πολιτισμό, στην ζωή.

Κι εκεί είναι που διαμορφώνεται η έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού σε όρους καθημερινότητας. Εκεί είναι που η συντεταγμένη πολιτεία χρειάζεται να επεμβαίνει με κίνητρα που θα ενσωματώνουν τις κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες.

Γιατί η κοινωνική ενσωμάτωση μπορεί να επιφέρει πολλαπλάσια οφέλη από την αστυνόμευση και την καταστολή της παραβατικότητας που προέρχεται από την απομόνωση και την αδιαφορία.

Ο όρος κοινωνικός αποκλεισμός και η έκταση που κατείχε άργησε μέχρι να αποσαφηνιστεί μέχρι το 1989 που χρησιμοποιήθηκε από την ευρωπαϊκή κοινότητα στη συζήτηση για τη διαμόρφωση του κοινωνικού χάρτη. Σήμερα είναι εδώ πιο επίκαιρος από ποτέ.

Ο κοινωνικός αποκλεισμός, αν για τους περισσότερους ανθρώπους αποτελεί αντικείμενο που δεν τους αφορά, στην ζωή πολλών άλλων είναι μια σκληρή πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που σίγουρα οι
περισσότεροι από εμάς έχουμε διαπιστώσει, αλλά δεν έχουμε ασχοληθεί για την εξάλειψή του.

Πάνω από όλα το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η άρνηση να αποδεχτούμε το διαφορετικό. Σε κάθε έκφανση της ζωής όμως συναντάμε την διαφορετικότητα. Στα ήθη, στα έθιμα, στην καταγωγή, στο χρώμα του δέρματος, στην αναπηρία. Αν καταφέρουμε να ξεπεράσουμε το θολό τοπίο που «χτίζουν» η άγνοια η αδιαφορία και ο φόβος τότε είναι βέβαιο ότι μόνο ικανοποίηση και χαρά θα δημιουργήσουμε και θα λάβουμε. Γιατί πάνω από όλα η μεγαλύτερη αξία που απολαμβάνουμε είναι η τιμή και σεβασμός που αποδίδουμε στο συνάνθρωπο.

Χρειάζεται προσπάθεια, αλλά αξίζει.
Υ. Γ1: Ο τίτλος του άρθρου, όπως κατανοεί ο αναγνώστης , μόνο να προσβάλλει, να μειώσει ή να θίξει δεν επιχειρεί.
Αντιθέτως , η παραλλαγή του τίτλου της γνωστής ταινίας του Χόλυγουντ θα μπορούσε να ερμηνευτεί και ως «Συμβιώνοντας με το διαφορετικό».

Υ.Γ 2 : Θα είναι χαρά μου να σας γνωρίσω την περιοχή όπου μένω αλλά κυρίως τα άτομα τα οποία αναφέρονται στο άρθρο (πλην του Νεκτάριου του οποίου έχω χάσει τα ίχνη του μετά από τόσα χρόνια). Αποτελούν ίσως τους καταλληλότερους πρεσβευτές κατά του κοινωνικού αποκλεισμού και της φτώχειας.

Για το αρθρο αυτό ο Θοδωρής Νικολάου, συνεργάτης της e-αυτοδιοίκησης έλαβε το βραβείο του « νέου ευρωπαίου Δημοσιογράφου»