Δευ, 01 Ιουλ 2024
Αρχική  > Το βήμα του Αιρετού

Ευριπίδης Κουκιαδάκης, Αντιπεριφερειάρχης Ηρακλείου

15/2/2013
Α. Αξιολόγηση της Διοικητικής Μεταρρύθμισης με φόντο την κρίση 
 
Το 1ο Τακτικό Συνέδριό μας πραγματοποιείται δύο και πλέον χρόνια από την ανάληψη των καθηκόντων μας και αρκετά κοντά με τη λήξη της θητείας μας, έτσι θα μπορούσε να είναι «προγραμματικό και απολογιστικό» ταυτόχρονα, αν μη τη άλλο όμως προσφέρεται για επαρκή αξιολόγηση της διοικητικής μεταρρύθμισης που προηγήθηκε της εκλογής των νέων τοπικών και περιφερειακών αρχών. Παρά το ότι στο διάστημα που μεσολάβησε, η αυτοδιοίκηση και ιδιαίτερα ο δεύτερος βαθμός, υπέστη μια σειρά από επιθέσεις και ήττες, εξακολουθώ να είμαι αισιόδοξος για τις αντοχές, τις δυνατότητες και τις προοπτικές του θεσμού. Η αισιοδοξία μου δε αυτή προέρχεται κυρίως από το γεγονός ότι διατηρούμε ακόμη μεγάλο μέρος της αξιοπιστίας μας, ως θεσμός και ως φυσικά πρόσωπα, στις μικρές ιδιαίτερα κοινωνίες, παρά τις προσπάθειες που καταβάλλονται από την εκάστοτε κυβέρνηση, δυστυχώς όμως και από τα κόμματα της αντιπολίτευσης να ενταχθούμε στο κάδρο της διαφθοράς, της αναποτελεσματικότητας, της σπατάλης ή αδιαφανούς διαχείρισης με την επιλεκτική και αποσπασματική χρήση των εκθέσεων διαφόρων ελεγκτικών μηχανισμών και ανεξάρτητων αρχών, με τις οποίες τροφοδοτούν με «γαργαλιστικά» περιστατικά τις πρωινές εκπομπές ακόμη και της δημόσιας τηλεόρασης.

Αν και οι Περιφέρειες δεν περιλαμβάνονται στις εκθέσεις αυτές (τουλάχιστον δεν υπέπεσαν στην αντίληψή μου τέτοιες αναφορές) η γενικευμένη επίθεση στην αυτοδιοίκηση, με ένα κοινό που δοκιμάζεται από την κρίση και μας βλέπει «όλους ίδιους», έτοιμο να δεχθεί ό,τι έντεχνα του σερβίρεται, δύσκολα και με μεγάλη προσπάθεια θα αποφύγουμε εν τέλει την ισοπέδωση.
Τα κόμματα που κυβερνούν, με διαφορετική αφετηρία το καθένα, αποχρώσεις και μικρές διαφοροποιήσεις στη συμπεριφορά τους, αποδεικνύουν καθημερινά ότι δεν εμπιστεύονται, δεν «αγαπούν» την αυτοδιοίκηση. Οι προγραμματικές τους θέσεις, βρίσκονται σε πλήρη αναντιστοιχία με την κυβερνητική τους πρακτική.

Με αφορμή, ή καλύτερα άλλοθι την οικονομική κρίση, εξαθλιώνουν και απαξιώνουν, όχι μόνο τα πρόσωπα που υπηρετούν την αυτοδιοίκηση, αλλά τον ίδιο το θεσμό, που καλείται να εξυπηρετήσει τους πολίτες και να αναλάβει αναπτυξιακές πρωτοβουλίες χωρίς επαρκείς πόρους, μέσα και προσωπικό, καταλύοντας έτσι, τόσο τη διοικητική όσο και την οικονομική αυτοτέλεια της αυτοδιοίκησης.
Δεν είναι στις προθέσεις μου να κάνω κριτική στην πολιτική των κομμάτων, έτσι, οι αναφορές μου στις συμπεριφορές και τις πρακτικές τους γίνονται για να αναδείξουν το μέγεθος του προβλήματος, τα αίτια που το προκαλούν για να καταλήξω σε προτάσεις για την αντιμετώπισή του, άλλωστε η πρόχειρη αυτή ανάλυση, αναφέρεται και στον κομματικό και πολιτικό χώρο που προέρχομαι και από τον οποίο είχα και έχω περισσότερες απαιτήσεις, ακριβώς γι’αυτό το λόγο.

Η Ν.Δ. είναι γνωστό σε όλους μας ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν πίστευε στην αυτοδιοίκηση, γι’αυτό άλλωστε ποτέ δεν ψήφισε τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις που προηγήθηκαν του «Καλλικράτη» δεν ανέλαβε καμία μεγάλη μεταρρυθμιστική πρωτοβουλία κατά την περίοδο που κυβέρνησε τη χώρα, πλην κάποιων οριακών θετικών μικροδιευθετήσεων οι οποίες έγιναν κατά την περίοδο 2004-2009. Υπερασπίσθηκε με πάθος τη Ν.Α., αρνούμενη δογματικά την μετεξέλιξή της σε Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση. Εντέλει αν και υποχρεώθηκε κάτω από την πίεση της κοινωνίας και των στελεχών της στην αυτοδιοίκηση να αποδεχθεί την μετεξέλιξη της Ν.Α. σε Περιφερειακή, επειδή δεν το πίστεψε ποτέ πραγματικά και ουσιαστικά, όχι μόνο δεν ψήφισε τον «Καλλικράτη», αλλά και εκμεταλλευόμενη την ηθική, πολιτική, κοινωνική και οικονομική κρίση, απαξιώνει και εξαθλιώνει τους Δήμους και τις Περιφέρειες. Έτσι, είναι απολύτως συνεπής με τις ιδεολογικές και πολιτικές της αγκυλώσεις, απολύτως όμως ασυνεπής με τις προγραμματικές της δεσμεύσεις.

Το ΠΑΣΟΚ το οποίο έχει ταυτισθεί με όλες μικρές ή μεγάλες διοικητικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες σε διακηρυκτικό τουλάχιστον επίπεδο κινήθηκαν κατά κανόνα προς τη σωστή κατεύθυνση, εμφανίζεται στο στάδιο της υλοποίησης διστακτικό, ανακόλουθο και εν πολλοίς «μετανοιωμένο», έτοιμο να υιοθετήσει, να ανεχθεί και να αναλάβει ακόμη και ακραίες πρωτοβουλίες υπονόμευσης και απαξίωσης των δικών του προσπαθειών. Η ΔΗΜ.ΑΡ., ο τρίτος κυβερνητικός εταίρος, παρά τον σαφή και καθαρό αυτοδιοικητικό προγραμματικό της λόγο, όχι μόνο δεν διαφοροποιείται, αλλά αντιθέτως τα στελέχη της στην Κυβέρνηση υλοποιούν ευλαβικά τις κυβερνητικές επιλογές που πλήττουν τον κεντρικό πυρήνα, την οικονομική και διοικητική αυτοτέλεια της αυτοδιοίκησης (π.χ. υποχρεωτική διαθεσιμότητα των στελεχών της αυτοδιοίκησης, υπεξαίρεση των Κ.Α.Π. κλπ.)

Τα κόμματα της αριστεράς τέλος, ιδίως με τα στελέχη τους, στα Δημοτικά και Περιφερειακά Συμβούλια, καταγγέλλουν τον «Καλλικράτη» ως «μνημονιακή» επιλογή, τα στελέχη της αυτοδιοίκησης που δεν συμφωνούν με τις απόψεις τους ως προέκταση των κομμάτων που κυβερνούν και έτσι πολύ απλά «καθαρίζουν» και καθορίζουν τη θέση τους για έναν θεσμό που υπήρξε διαχρονική απαίτηση του αυτοδιοικητικού κινήματος, σταθερό πρόταγμα της ανανεωτικής τουλάχιστον αριστεράς και απαίτηση της ίδιας της κοινωνίας.
Έτσι, ενώ κανένα από τα κόμματα που εκπροσωπούνται στη βουλή δεν ασχολείται και δεν προτείνει την ισχυροποίηση της αυτοδιοίκησης, όποια και όσα δεν πίστεψαν ποτέ ή άλλαξαν γνώμη, καταβάλλουν «συγκινητικές» προσπάθειες για την υπονόμευση των δεκατριών «μικρών τοπικών κυβερνήσεων και πρωθυπουργών».

Το πρώτο τακτικό Συνέδριό μας συνεπώς, το οποίο πραγματοποιείται αδικαιολόγητα με μεγάλη καθυστέρηση, μπορεί εκτός από «προγραμματικό και απολογιστικό» να μετεξελιχθεί σε «επιμνημόσυνη δέηση» υπέρ της αναπαύσεως των ισχυρών δήμων και των ισχυρότερων περιφερειών, αν όλοι εμείς δεν θέσουμε με σαφήνεια, καθαρότητα και θα πρόσθετα με ομοφωνία – παρά τις πολλές επιμέρους διαφορές μας – κυρίως προς τους πολιτικούς αρχηγούς των κομμάτων που συγκροτούν τον κυβερνητικό συνασπισμό ένα και μόνο ερώτημα: Αυτοδιοίκηση ναι ή ου και αν ναι, απόδειξη τώρα, με κατάργηση όλων των διατάξεων που αφαίρεσαν ή υπονόμευσαν αρμοδιότητες της αυτοδιοίκησης, ανέβαλλαν την μεταφορά αρμοδιοτήτων από την κεντρική διοίκηση στην αυτοδιοίκηση, κυρίως άμεση απόδοση των παρακρατημένων ΚΑΠ (υπεξαιρεθέντων κατά τη δόκιμη και προσφιλή έκφραση της κυρίαρχης κυβερνητικής συνιστώσας), αναθεώρηση του ΕΣΠΑ με γενναία ενίσχυση των Π.Ε.Π., ανασχεδιασμό των Π.Ε.Π. με δεσμευτικές αποφάσεις των Περιφερειακών Συμβουλίων, για να ανασάνει η Αυτοδιοίκηση και να αναδείξει τον αναπτυξιακό και κοινωνικό της ρόλο, ώστε να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας, να αναπτύξει και να στηρίξει κοινωνικές δομές, που μπορούν να ανακουφίσουν τους ανέργους, τους νεόπτωχους, τους κοινωνικά αποκλεισμένους, για να αντιμετωπισθεί η ανθρωπιστική κρίση η οποία μπορεί να λειτουργήσει ως ντόμινο, όχι μόνο για τις χώρες του δοκιμαζόμενου νότου, αλλά και για τις θεωρούμενες ισχυρές οικονομίες και κοινωνίες του Βορρά.

Η ηγεσία της Ε.Ε., παρά τις επισημάνσεις και την αυτοκριτική ακόμη και του Δ.Ν.Τ., δεν μπορεί ή δεν θέλει να αντιληφθεί το μέγεθος του κινδύνου, ενώ η κυβερνητική πλειοψηφία αδυνατεί να αντιληφθεί ότι η αυτοδιοίκηση με όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, όντας κοντά στον πολίτη, αποτελεί το τελευταίο ανάχωμα στο τσουνάμι της ανθρωπιστικής κρίσης και των ανεξέλεγκτων συγκρούσεων, ιδίως στις μεγάλες πόλεις, όπου εμφανίζονται κατοχικά και μετακατοχικά φαινόμενα.
Το κίνημα «δεν πληρώνω» του παρελθόντος μετεξελίχθηκε σε «δεν πληρώνω γιατί δεν έχω». Οι αισιόδοξες, βάσιμες ενδεχομένως, προβλέψεις του κ. Στουρνάρα είναι χρήσιμες για την επάνοδό μας στις αγορές, την ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος, την σταδιακή ανάκαμψη της οικονομίας, αλλά δεν δίδουν άμεση λύση στην ανθρωπιστική κρίση. Η αυτοδιοίκηση πρέπει να θωρακισθεί θεσμικά και οικονομικά ώστε να μπορεί να αναπτύξει με διαφάνεια, ευαισθησία απέναντι στους πολίτες και αποτελεσματικότητα δίκτυα κοινωνικής προστασίας, βασισμένα ασφαλώς στην αλληλεγγύη και τη συμμετοχή των πολιτών, αλλά κυρίως εξασφαλισμένα με τη διάθεση μέρους των ΚΑΠ και του ΕΣΠΑ.

Τα κοινωνικά παντοπωλεία, φαρμακεία, φροντιστήρια κλπ. αποτελούν καλές μεν πρακτικές, αλλά η αποτελεσματικότητά τους είναι τουλάχιστον συζητήσιμη χωρίς την παραπέρα ανάπτυξη και οικονομική στήριξή τους.
Άκουσα με προσοχή τις εισηγήσεις, κάθε μια από τις οποίες θα μπορούσε να είναι μοναδικό θέμα ενός εξειδικευμένου, θεματικού συνεδρίου, κάλυψαν με επάρκεια και μάλιστα χωρίς πολλές επικαλύψεις, όλα τα θεματικά πεδία, μας βοηθούν να διατυπώσουμε μια άριστη απόφαση – πλαίσιο για τις πολιτικές που πρέπει να ακολουθήσουμε στο μέλλον. Αν δεν απαντηθεί όμως το ερώτημα που έθεσα στην αρχή της παρέμβασής μου και έθεσε με εξαιρετικό και κομψότερο τρόπο η εισήγηση του Προέδρου της Επιτροπής Θεσμών, κ. Πασχαλίδη,
Θεωρώ κι εγώ, ότι - χωρίς να υποβαθμίσουμε τις υπόλοιπες εισηγήσεις οι οποίες αποτελούν σημαντικά εργαλεία στην καθημερινή δουλειά μας, στις δράσεις και στις πρωτοβουλίες που μπορούμε να αναπτύξουμε- πρέπει να σταθούμε ιδιαίτερα στο υπαρξιακό παραπάνω ερώτημα “θέλουν αυτοδιοίκηση, αν ναι απόδειξη τώρα”, αλλά και στη δική μας ευθύνη, προσωπική και συλλογική, όχι μόνο γιατί δεν αντιδράσαμε ή αντιδράσαμε χλιαρά στις επιθέσεις που δεχθήκαμε, αλλά κυρίως γιατί επιτρέψαμε την κατασυκοφάντηση του θεσμού, από μεν τους κυβερνητικούς εταίρους του «μνημονιακού» τόξου, μέσω παρανομοθετικών πρωτοβουλιών (αμφίβολης συνταγματικότητας πράξεων νομοθετικού περιεχομένου) και των διαφόρων εκθέσεων «ελέγχου» και στο «αντιμνημονιακό» τόξο, με την παθητική πολλές φορές αντιμετώπιση της ταύτισής μας με τον κυβερνητισμό και το μνημονιακό μπλοκ.
Δεν προσφύγαμε και δεν στηριχθήκαμε όσο μπορούσαμε και οφείλαμε στις δυνάμεις της κοινωνίας, όχι ασφαλώς υιοθετώντας άκριτα και αβασάνιστα τα αιτήματα, δίκαια ή υπερβολικά κάθε κοινωνικής ομάδας, αλλά αναδεικνύοντας την πολιτική μας αυτοδυναμία, τη διοικητική και λειτουργική μας αυτοτέλεια, διεκδικώντας ταυτόχρονα – δεν είναι ώρα να μιλήσουμε – για οικονομική αυτονομία με τη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος – την οικονομική μας «αυτοτέλεια» με την άμεση απόδοση των ΚΑΠ και την ενίσχυση των Π.Ε.Π.
Όχι μόνο δεν απευθυνθήκαμε – δεν έλειψαν και οι εξαιρέσεις- στην κοινωνία, αλλά και δεν στηριχθήκαμε στα συλλογικά μας όργανα και στους εκλεγμένους Περιφερειακούς Συμβούλους, η απαξίωση των οποίων δεν αποτελεί προσωπικό πρόβλημα των ίδιων, αλλά σημαντικό δημοκρατικό και θεσμικό έλλειμμα, που επιτείνει και διευκολύνει την απαξίωση του θεσμού και στρώνει το χαλί για να περάσουν οι σύγχρονοι «Ναπολέοντες».
Όλοι μας πιστεύω ότι γινόμαστε αποδέκτες του προβληματισμού των Περιφερειακών Συμβούλων, οι οποίοι, ανυποψίαστοι και με πολλές ελπίδες και προσδοκίες συμμετείχαν στην εκλογική διαδικασία και ήδη οι περισσότεροι εξ αυτών σκέφτονται να ιδιωτεύσουν γιατί διαψεύστηκαν οι προσδοκίες τους.

Η αναβάθμιση του ρόλου του Περιφερειακού Συμβουλίου είναι κυρίως δική μας ευθύνη και μπορεί να βελτιωθεί κατά κύριο λόγο με την λειτουργία των συλλογικών οργάνων της αυτοδιοίκησης (Π.Σ. των Επιτροπών αποφασιστικών και εισηγητικών, της εκτελεστικής επιτροπής, των παρατάξεων κλπ.)
Η εκλογή των αντιπεριφερειαρχών με άμεση καθολική ψηφοφορία, η συλλογική λειτουργία των παρατάξεων, η λειτουργία της Εκτελεστικής Επιτροπής η διαπαραταξική σύνθεση του Προεδρείου αποτελούν δειλά πλην σημαντικά βήματα στην κατεύθυνση αυτή.
 
Β. ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

Με τον ν. 3852/2010 δεν ολοκληρώνεται η περιφερειακή συγκρότηση, κυρίως γιατί με τη νέα αρχιτεκτονική της πρωτοβάθμιας αυτοδιοίκησης δεν ολοκληρώθηκε η διοικητική, οικονομική και θεσμική συγκρότηση των Δήμων. Δηλαδή, γιατί πιο απλά με τον Καλλικράτη δεν δημιουργήθηκαν οι ισχυροί Δήμοι που θα μπορούσαν να ασκήσουν τις αρμοδιότητες των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, έτσι, δεν ολοκληρώθηκε αυτό που αποφασίστηκε ομόφωνα στα συνέδρια της ΕΝΑΕ η μετεξέλιξη της Νομαρχίας σε Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση.  
Είμαι από αυτούς που πίστευαν και πιστεύουν ότι η περιφερειακή συγκρότηση της χώρας ολοκληρώνεται με την επιτελική λειτουργία του κράτους, που παραπέμφθηκε στην «τροποποίηση του Συντάγματος», τον Καλλικράτη δύο (2) στους Δήμους και τις Περιφέρειες.
Μέχρι τότε ο νομοθέτης επεφύλαξε στις Περιφερειακές Ενότητες και στους άμεσα εκλεγμένους Αντιπεριφερειάρχες ένα ιδιαίτερο ρόλο, δεν είναι για παράδειγμα τυχαίο ότι οι Π.Ε. έχουν δικό τους προϋπολογισμό και οι αντίστοιχοι αντιπεριφερειάρχες αρμοδιότητες παραχωρημένες από το νόμο και όχι από τους Περιφερειάρχες (π.χ. την ευθύνη της πολιτικής προστασίας, την εκτέλεση όχι μόνο των αποφάσεων του Περιφερειάρχη αλλά και του Περιφερειακού Συμβουλίου που αφορούν την Περιφερειακή Ενότητα κλπ.)
          Με τις ρυθμίσεις αυτές επιδιώκεται η διατήρηση της ιδιότυπης «νομικής» οντότητας των Π.Ε., διατηρείται η «εκπροσώπηση» των πρώην νομών με την άμεση εκλογή των αντιπεριφερειαρχών των Π.Ε., όχι για να διασπάται η ενότητα της Περιφέρειας, αλλά για να επιτυγχάνεται με τη συλλογική λειτουργία της εκτελεστικής επιτροπής στην οποία συντίθενται οι διαφορετικές απόψεις, η πραγματική και ουσιαστική ενοποίηση των περιφερειών και η άρση των τοπικών αντιθέσεων.

Ο Καλλικράτης δεν θέλει τους αντιπεριφερειάρχες των Π.Ε. «Νομάρχες», ούτε όμως και  «βοηθούς εκπληρώσεως», αμέτοχους στον σχεδιασμό και στη συλλογική λήψη αποφάσεων.
Ο «Καλλικράτης» βασίζεται στην αρχή «σχεδιασμός και προγραμματισμός» της ανάπτυξης στην περιφέρεια και υλοποίηση στο «νομό» (περιφερειακές ενότητες).
Ακόμη με την άμεση εκλογή των αντιπεριφερειαρχών, τις διατάξεις που προβλέπουν τη συλλογική, δημοκρατική λειτουργία των παρατάξεων, τη συμμετοχή των παρατάξεων της μειοψηφίας στο Προεδρείο, τη συγκρότηση και λειτουργία θεματικών επιτροπών, με αποφασιστικές αρμοδιότητες κλπ. εκφράζεται η θέληση του νομοθέτη για συλλογική δράση της εκτελεστικής εξουσίας της Περιφέρειας, που στο σημείο αυτό αντιμετωπίζεται διαφορετικά από την εκτελεστική εξουσία των Δήμων, όπου διατηρείται η πανίσχυρη εξουσία του ενός. Οι περιφέρειες ως αναπτυξιακές, διοικητικές και προγραμματικές οντότητες είναι πολύ ισχυρές γι’αυτό και ο νομοθέτης, παρά τον κυρίαρχο ρόλο που αναγνωρίζει στους περιφερειάρχες, ταυτόχρονα, με την άμεση εκλογή των αντιπεριφερειαρχών, επιδιώκει και κατά κάποιο τρόπο αντιμετωπίζει την παντοδυναμία των μονοπρόσωπων οργάνων, αυτό που χαρακτηρίζαμε ομόφωνα σε όλα τα συνέδρια της αυτοδιοίκησης «δημαρχονομαρχοκεντρικό» σύστημα.

Η συγκατοίκηση ιδίως σε μεγάλες περιφέρειες πολλών ισχυρών κατά κανόνα προσωπικοτήτων άμεσα εκλεγμένων και νομιμοποιημένων, δεν είναι εύκολη υπόθεση, αποτελεί «καθολικό γάμο» που λύεται μόνο με τον «θάνατο» (τη λήξη της θητείας ή την παραίτηση ή την αφαίρεση αρμοδιοτήτων).
Η δυσκολία αυτή αντιμετωπίζεται μόνο με τη συλλογικότητα, την ενιαία αντίληψη, το κοινό όραμα και τον απόλυτο σεβασμό στο θεσμικό ρόλο καθενός. Καμία διάταξη νόμου δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις ιδιαιτερότητές μας, είναι όμως αναγκαία η θέσπιση διατάξεων που απλοποιούν και αναδεικνύουν το ρόλο των προσώπων και των οργάνων, συλλογικών ή μονοπρόσωπων.
 
Οι Γενικοί Γραμματείς των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων οφείλουν να περιορισθούν στην άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, όπως αυτές περιγράφονται στο κεφ. Α του «Καλλικράτη» και το άρθρο 280 και να πάψουν να συμπεριφέρονται ως Περιφερειάρχες.
Η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου οφείλει να αποσαφηνίσει το θεσμικό τους ρόλο, αντί να τους αναγορεύει σε Υπερπεριφερειάρχες.
Η αυτοδιοίκηση έχει ακόμη τις πληγές από τη στείρα και άγονη αντιπαράθεση μεταξύ των νομαρχών και των «περιφερειακών διευθυντών», που οδήγησε στην κατάργηση των τελευταίων αλλά αποπροσανατόλισε για μεγάλο χρονικό διάστημα την Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση και τα συλλογικά όργανά της.
Αν δεν πίστευα ότι η πολιτική εκπροσώπηση της Κυβέρνησης στην Περιφέρεια είναι θεσμικά αναγκαία, θα πρότεινα ως προϋπόθεση για διάλογο την κατάργηση των αποκεντρωμένων διοικήσεων.
Παρά ταύτα, πιστεύω ότι δεν πρέπει να εμπλακούμε σε μια νέα άγονη αντιπαράθεση

*Παρέμβαση του Ευρυπίδη Κουκιαδάκη στο συνέδριο της ΕΝΠΕ