
Η πρόσφατη συνάντηση της ΚΕΔΕ με την ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών συνοδεύτηκε από ανακοινώσεις που επιχειρούν να παρουσιάσουν μια εικόνα ενίσχυσης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Στην πραγματικότητα, όμως, τα κρίσιμα προβλήματα των Δήμων παραμένουν στον μεγαλύτερο τους βαθμό άλυτα.
Τα λειτουργικά έξοδα των Δήμων έχουν αυξηθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια, λόγω του εκρηκτικού ενεργειακού κόστους, της αύξησης των τιμών και της αναπροσαρμογής της μισθοδοσίας. Το πρόσθετο βάρος ξεπερνά το 1,5 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2019. Την ίδια στιγμή, η πρόσθετη χρηματοδότηση του 1 δισ. ευρώ που καταγράφεται την τελευταία επταετία (2019-2025) δεν επαρκεί ούτε κατά προσέγγιση για να καλύψει το κενό.
Η έκτακτη επιχορήγηση των 100 εκατ. ευρώ που ανακοινώθηκε για το 2025, παρουσιάζεται επικοινωνιακά ως «νέα ενίσχυση», αλλά στην πράξη αφορά πόρους που ήδη είχαν προβλεφθεί στον κρατικό προϋπολογισμό για τους Δήμους, ενταγμένους σε οριζόντιες γραμμές χρηματοδοτήσεων. Με απλά λόγια: μας επιστρέφουν χρήματα που ήδη ανήκουν στην Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η σημερινή διοίκηση της ΚΕΔΕ έχει ήδη διανύσει δυόμισι χρόνια θητείας — δηλαδή βρίσκεται στα μισά του δρόμου. Είναι, επομένως, δίκαιο να γίνει ένας απολογισμός: ποια από τα διαχρονικά αιτήματα της Αυτοδιοίκησης έχουν προχωρήσει ουσιαστικά; Δυστυχώς, ελάχιστα. Οι περισσότερες εκκρεμότητες παραμένουν ανοιχτές, οι διεκδικήσεις έχουν χάσει τη δυναμική τους και η φωνή της ΚΕΔΕ ηχεί πιο θεσμικά υποτονική από ποτέ.
Όπως αποτυπώθηκε και στο υπόμνημα που κατατέθηκε στην πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, τα αιτήματα της Αυτοδιοίκησης είναι σαφή και δίκαια: πλήρης εφαρμογή του Ν.3852/2010, κατάργηση των μνημονιακών περιορισμών (οι γνωστοί «κόφτες» στους ΚΑΠ), κάλυψη του υπερβάλλοντος ενεργειακού κόστους, απόδοση των παρακρατηθέντων πόρων, δημιουργία ειδικών αναπτυξιακών προγραμμάτων για τους μικρούς, ορεινούς και νησιωτικούς Δήμους. Κανένα από αυτά δεν ικανοποιήθηκε.
Η θετική εκτίμηση που εξέφρασε ο Πρόεδρος της ΚΕΔΕ για τα αποτελέσματα της συνάντησης δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Στηρίζεται κυρίως σε αόριστες υποσχέσεις και διοικητικές δεσμεύσεις χωρίς χρονοδιάγραμμα υλοποίησης, όπως η μελλοντική νομοθετική ρύθμιση για την απόδοση του 60% των εσόδων από τους αιγιαλούς ή η αύξηση των ΚΑΠ το 2026. Ωστόσο, η πραγματικότητα στους Δήμους είναι αμείλικτη: η βιωσιμότητα δεν διασφαλίζεται, οι υπηρεσίες προς τους πολίτες πιέζονται, και η ουσιαστική οικονομική ενίσχυση παραμένει ανεπαρκής.
Η ευθύνη της σημερινής διοίκησης της ΚΕΔΕ δεν περιορίζεται στο οικονομικό πεδίο. Επεκτείνεται και στους υπόλοιπους τρεις κρίσιμους άξονες για το μέλλον της Αυτοδιοίκησης: τη θεσμική θωράκιση, την αναπτυξιακή προοπτική και τη συλλογική διεκδίκηση.
Πρώτον, ως προς τη θεσμική θωράκιση, η ΚΕΔΕ όφειλε να σταθεί απέναντι στη σταδιακή αποδυνάμωση του ρόλου των Δήμων μέσα από συγκεντρωτικές πρακτικές και νομοθετικές παρεμβάσεις που μειώνουν τις αρμοδιότητες και την αυτοτέλεια τους. Ο ρόλος της Αυτοδιοίκησης δεν είναι να λειτουργεί ως διοικητικός βραχίονας της εκάστοτε κυβέρνησης, αλλά ως θεσμικός εταίρος με λόγο, ευθύνη και συμμετοχή στη χάραξη πολιτικής.
Δεύτερον, ως προς την αναπτυξιακή προοπτική, η Αυτοδιοίκηση δεν μπορεί να εξαρτάται αποκλειστικά από ευρωπαϊκά προγράμματα ή επιδοτήσεις που μοιράζονται με αργούς ρυθμούς και με ασύμμετρα κριτήρια. Χρειάζονται εθνικά χρηματοδοτικά εργαλεία, ευελιξία και εξειδικευμένα προγράμματα για Δήμους διαφορετικών δυνατοτήτων. Η διοίκηση της ΚΕΔΕ δεν ανέδειξε αυτό το ζήτημα με την επιμονή και το βάρος που του αναλογεί.
Τρίτον, ως προς τη συλλογική διεκδίκηση, οι ενέργειες που έχουν αποδώσει καρπούς την τελευταία διετία δεν ήταν αποτέλεσμα συγκροτημένης στρατηγικής της Ένωσης, αλλά πρωτοβουλίες μεμονωμένων δημάρχων. Μετά την επιτυχία, οι δράσεις αυτές υιοθετήθηκαν εκ των υστέρων από την ΚΕΔΕ, χωρίς όμως να αξιοποιηθεί η δυναμική τους ως πρότυπο συλλογικής πίεσης. Αυτή η αποσπασματική λογική στερεί από το θεσμό τη φωνή που του αξίζει.
Η ΚΕΔΕ δεν μπορεί να είναι θεατής των εξελίξεων. Οφείλει να πρωταγωνιστεί, να συγκρούεται θεσμικά όταν χρειάζεται, να υπερασπίζεται τον ρόλο της Αυτοδιοίκησης χωρίς εκπτώσεις και χωρίς κομματικούς υπολογισμούς. Ο θεσμός της Αυτοδιοίκησης είναι υπεράνω πολιτικών ισορροπιών – είναι η θεσμική φωνή των πολιτών, της γειτονιάς, της καθημερινότητας.
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση δεν ζητά χάρη. Διεκδικεί αυτά που της ανήκουν: επαρκείς πόρους, καθαρό θεσμικό πλαίσιο, ίσες ευκαιρίες ανάπτυξης για όλους τους Δήμους. Η επόμενη διετία της σημερινής διοίκησης της ΚΕΔΕ πρέπει να είναι μια περίοδος επαναφοράς του θεσμού στη θέση που του αξίζει — δυναμική, ενωτική και αποφασιστική.
Γιατί το ζητούμενο δεν είναι απλώς να ακουστεί η φωνή της Αυτοδιοίκησης. Είναι να ακουστεί δυνατά — και να εισακουστεί.






